- ζαχαράτος
- η , ο содержащий сахар, сахарный; сладкий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαχαράτος — η, ο (Μ ζαχαρᾱτος, η, ο και σαχαρᾱτος, η, ο) 1. αυτός που περιέχει ζάχαρη, κατασκευασμένος ή πασπαλισμένος με ζάχαρη, γλυκός, ζαχαρωτός 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαράτο μικρό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαρωτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. άτος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ζαχαράτος — η, ο 1. που περιέχει ζάχαρη, ο κατασκευασμένος με ζάχαρη, ζαχαρωτός. 2. γλυκός. 3. το ουδ. ως ουσ., ζαχαράτο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζαχαρένιος — α, ο 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος 2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός. επίρρ... ζαχαρένια με γλυκό τρόπο, γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαστιχ ένιος, σοκολατ ένιος)] … Dictionary of Greek